ὀφιονέων

ὀφιονέων
ὀφιόνεος
of
fem gen pl
ὀφιόνεος
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὀφιονέων — Ὀφιόνευς masc gen pl Ὀφιόνος masc/fem gen pl (epic ionic) Ὀφιονεύς masc gen pl Ὀφιονέω̆ν , Ὀφιονεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιγίτιον — Αρχαία πόλη της Αιτωλίας στους πρόποδες του όρους Κόραξ, σε απόσταση 15 χλμ. από τη θάλασσα, έδρα των Αποδωτών ή Οφιονέων Αιτωλών, εναντίον των οποίων είχαν εκστρατεύσει το 426 π.Χ. οι Αθηναίοι με τον στρατηγό Δημοσθένη, με αποτέλεσμα να νικηθούν …   Dictionary of Greek

  • Ζωριανός ή Ζωριάνος, Μιχαήλ — (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Βαθμούχος του δεσποτάτου της Ηπείρου. Με μεγάλη πιθανότητα αναφέρεται ως κτήμα του το χωριό Ζωριάνο, που βρισκόταν στην περιοχή, τη γνωστή στην αρχαιότητα ως χώρα των Οφιονέων Λοκρών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”